- εὐδιαφορεῖν
- εὐδιαφορέωpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιαφορώ — εὐδιαφορῶ, έω (Μ) ευφορώ, γεννώ εύκολα («αἱ κριθαί... κατὰ τὴν γέννησιν εὐδιαφορεῑν ποιοῡσι τὸ ζῷον», Γεωπ.) … Dictionary of Greek